- υποκυδής
- -ές, Α1. (για τόπο) ο καλυμμένος με ρηχά νερά2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὑποκυδεῑς τίνες εἰσί; κοῑλοι τόποι»3. (κατὰ τον Ησύχ.) «ὑποκυδέςὑποφρύδιον».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποκυδής — covered with shoal water masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυδεῖς — ὑποκυδής covered with shoal water masc/fem acc pl ὑποκυδής covered with shoal water masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυδές — ὑποκυδής covered with shoal water masc/fem voc sg ὑποκυδής covered with shoal water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυδέος — ὑποκυδής covered with shoal water masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… … Dictionary of Greek